ηλεκτρεγερτικός

ηλεκτρεγερτικός
-ή, -ό
(ηλεκτρ.)
1. αυτός που προκαλεί την κίνηση τού ηλεκτρισμού
2. αυτός που υπό την επίδραση μιας μηχανικής ή χημικής δράσης αναπτύσσει τον ηλεκτρισμό
3. ο σχετιζόμενος με τον παραγόμενο ηλεκτρισμό
4. «ηλεκτρεγερτική δύναμη» — η ιδανική ηλεκτρική τάση που υφίσταται στους πόλους μιας πηγής ηλεκτρικού ρεύματος, όταν δεν διαρρέεται από ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electromotive < electro- (πρβλ. ήλεκτρο-*) + -motive «κινητικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρεγερτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί κίνηση ηλεκτρικού φορτίου: Ηλεκτρεγερτική δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”